- ψιλολόγημα
- το , ψιλολόγιά η тщательное, детальное исследование, изучение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψιλολόγημα — το, Ν φιλολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς … Dictionary of Greek
ψιλολόγημα — το, ατος το να εξετάζει κανείς κάτι σε όλες τις λεπτομέρειες, το να ρωτάει να πληροφορηθεί όλες τις λεπτομέρειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλολογιά — ψιλολογιά, η και ψιλολογία, η βλ. ψιλολόγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)